- ὑπερθύμως
- ὑπερθύ̱μως , ὑπέρθυμοςhigh-spiritedadverbialὑπερθύ̱μως , ὑπέρθυμοςhigh-spiritedmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερθύμως — Α επίρρ. βλ. ὑπέρθυμος … Dictionary of Greek
υπέρθυμος — ον, Α 1. αυτός που έχει γενναία ψυχή, μεγαλόψυχος 2. (με αρνητική σημ.) αλαζόνας, καυχησιάρης 3. (για άλογο) οξύθυμος, ατίθασος 4. πολύ οργισμένος. επίρρ... ὑπερθύμως Α 1. με υπερβολική οργή 2. με πολύ μεγάλη προθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ + θυμος… … Dictionary of Greek